- τελευταίαν
- τελευταί̱ᾱν , τελευταῖοςlastfem acc sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ορμίζω — (Α ὁρμίζω) [όρμος (II)] 1. οδηγώ πλοίο σε όρμο προκειμένου να αγκυροβολήσει 2. μέσ. ορμίζομαι αγκυροβολώ σε λιμάνι αρχ. 1. φέρω προς την ξηρά, αποθέτω στην παραλία 2. μτφ. περιτυλίσσω, δένω 3. ρίχνω άγκυρα στα ανοιχτά 4. παθ. μτφ. α) οδηγούμαι,… … Dictionary of Greek
περώ — άω, ΜΑ [πέρα] 1. διέρχομαι, διασχίζω (α. «πολιὴν περόωσι θάλασσαν», Ομ. Οδ. β. «οἱ περάσαντες ἀπὸ τῆς γῆς», Δίδυμ.) 2. περνώ, μεταφέρω κάποιον σε άλλο τόπο (α. «εἴ σε περήσω», Αγαθ. β. «περάσας τὰ καβαλλαρικὰ θέματα εἰς τὴν Θράκην», Θεοφάν.) αρχ … Dictionary of Greek
τελευταίος — α, ο / τελευταῑος, αία, ον, ΝΜΑ αυτός που βρίσκεται στο τέλος, ύστατος, έσχατος (α. «η τελευταία του επιθυμία ήταν ένα ταξίδι με τους φίλους του» β. «ὁδὸν τὴν τελευταίαν», Σοφ.) νεοελλ. 1. ο κατώτερος, ο χειρότερος σε ποιότητα ή σε αξία («είναι ο … Dictionary of Greek
Καλιτσουνάκης, Ιωάννης — (Χανιά 1878 – Βουκουρέστι 1966). Φιλόλογος και ακαδημαϊκός. Σπούδασε φιλοσοφία και παιδαγωγική στην Αθήνα, στην Ιένα και στο Βερολίνο και διετέλεσε εντεταλμένος στην αρχή και αργότερα τακτικός καθηγητής των νέων ελληνικών στο Φροντιστήριο… … Dictionary of Greek